- υπονήχομαι
- Α(αποθ.)1. κολυμπώ κάτω από το νερό, ὑπονέω*2. (γενικά) κολυμπώ κάτω από μια επιφάνεια («χελώνη ὑπενήχετο ταῑς πέτραις», Παυσ.)3. πλέω πίσω ή δίπλα σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.